- τεινεσμός
- ο мед. тенезм, потуги
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεινεσμός — a vain endeavour to evacuate masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεινεσμός — και τηνεσμός, ο, ΝΑ τάνυσμα, επώδυνη τάση για αφόδευση ή για ούρηση προκαλούμενη από ερεθισμό ή σπασμό τού αντίστοιχου σφιγκτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός όρος σχηματισμένος από το θ. τού ενεστ. τού ρ. τείνω με επίθημα εσμός, πιθ.… … Dictionary of Greek
τεινεσμοῖς — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεινεσμοί — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεινεσμοῦ — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεινεσμούς — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεινεσμῶν — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεινεσμόν — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
tenesmo — (Del gr. tenesmos, sensación dolorosa en los intestinos.) ► sustantivo masculino MEDICINA Sensación dolorosa y escozor producido por la irritación de los esfínteres. SINÓNIMO pujo * * * tenesmo (del lat. «tenesmus», del gr. «teinesmós») m. Med.… … Enciclopedia Universal
τεινεσμώδης — και τηνεσμώδης, ῶδες, Α [τεινεσμός] αυτός που προέρχεται από τεινεσμό (α. «προθυμίαι τεινεσμώδεις», Αρετ.). επίρρ... τεινεσμωδῶς με συμπτώματα τεινεσμού … Dictionary of Greek
τηνεσμός — ὁ, Α βλ. τεινεσμός … Dictionary of Greek